Μισώ τον προαστιακό. Έχει και τα θετικά του βέβαια, συχνά δρομολόγια Θεσσαλονική-Λάρισα, Λαρισα -Θεσσαλονικη, αλλά οι θέσεις είναι άβολες, το κλιματιστικό στο φούλ, δεν ξέρεις τι να κάνεις με τα πόδια σου, που να βολέψεις τα χέρια σου, μετά κρυώνεις και στριμώχνεσαι στο παράθυρο απολαμβάνοντας μια διαδρομή βασανιστική που μοιάζει λιγο με μάθημα πατριδογνωσίας. Γενικα τίποτα δεν σου θυμίζει οτι βρίσκεσαι σε τραινο. Μοιάζει λιγο με αποστειρωμένο, υπέργειο μετρό σε συνεχή καθυστέρηση.
Λάρισα-Θεσσαλονίκη και πάλι πίσω, το δρομολόγιό μου. Προσπαθώ να το αποφεύγω, αλλά λίγο που κόντεψα να ξεκαλοκαιριάσω στη Θεσσαλονικη, λίγο η γκρίνια των δικών μου, λίγο που- τι να κάνουμε- παραμένω κακομαθημένο και μαμόθρεφτο, βρέθηκα τελικά στα άβολα καθίσματα , αγκαλιά με το ενοχλητικό ερ-κοντίσιον και μια διάθεση εκτροχιασμού. Και για να περάσει η ωρα, κουβάλησα μαζί μου ένα βιβλίο λιγάκι εκτός μόδας , απ’ αυτά που διάβαζα μικρότερη χωρίς τυψεις , πριν οι Κύριοι Καθηγητές μου, διεθνείς πανεπιστημιακοί, μου μιλήσουν για την παραλογοτεχνία , την μη-τέχνη δηλαδή και τα παράγωγά της που αξίζει να καούν στην πυρά (Για, Φυρερ!).
Εκεί που είχα χαθεί στα ταπεινής λογοτεχνικής αξίας διαβάσματά μου κι είχα θυμηθεί την εφηβεία μου, ήρθε και στρογγυλοκάθισε δίπλα μου ενας συμπαθέστατος κύριος, μέσης ηλικίας, με εκνευριστικά ευγενική μορφή και καθαρά σιδερωμένα ρούχα. Όλα καλά με τον κυριούλη αλλά η κολώνια του , ψεκασμένη σε γενναιόδωρες δόσεις , μ’ έκανε να ξεχάσω το βιβλίο και ν’ αρχίσω τα ρομαντικά μου.
Κάτι μου θύμιζε απο ένα καλοκαίρι που είχα εντελώς διαγράψει απ’την μνήμη μου. Κάτι από μια παραλία , από ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα , απ’τις φωνές μιας γυναίκας που ο κόσμος λέει τρελή έξω απ΄την πόρτα.. Γενικά, κάτι που μ’ έκανε να θέλω να τον χτυπήσω και να του πω ν’ αλλάξει θέση, χώρα, πλανήτη και να μ’αφήσει επιτέλους ήσυχη!! Και τι μου εφταιγέ ο χριστιανός- χριστιανός ηταν αν κρίνω απ’ την κολώνια- που εγω είχα τα ψυχολογικά μου και δεν άντεχα φρού φρού κι αρώματα; Ακριβώς την στιγμή που σκεφτόμουν να τον κλωτσήσω – κατα λάθος φυσικά- μπήκαμε στη βιομηχάνικη περιοχή της Θεσσαλονικής και μια σωτήρια αηδιαστική μυρωδία πλημμύρισε το τραίνο.
Συμπέρασμα πρώτο και χρήσιμο : Όλες οι αναμνήσεις μας βρωμάνε στο τέλος.
Άφου έλυσα το υπαρξιακό ζήτημα της κολώνιας , άρχισα να μαζεύω και το νοικοκυριό μου γιατί στο μεταξύ είχαμε μπεί στη Θεσσαλονίκη. Κατέβηκα απο το τραίνο με την ψευδαίσθηση οτι θα ξεπεράσω τον εαυτό μου και θα πάρω λεωφορείο. Φυσικά απογοητεύτηκα γρήγορα – δε θέλω και πολύ- μπήκα στο πρωτο ταξι που περνούσε απο μπροστά μου , είπα τη διεύθυνση κι άρχισα να παίζω με τα κλειδιά μου. Ο ταξιτζής πήγε να ξεκινήσει, μετάνιωσε , πήρε άλλη μια κοπέλα που πήγαινε στην αλλη άκρη της πόλης ,έκανε να ξεκινήσει πάλι, ξαναμετάνιωσε φόρτωσε κι ενα ζευγάρι για τα κτελ και τελικά έβαλε μπροστά το όχημα.
Συμπέρασμα δεύτερο και κοινώς αποδεκτό : Αν οι ταρίφες μπορούσαν να παίρνουν τέσσερις επιβάτες στις θέσεις, τρείς στο πορτ-μπαγκάζ κι άλλους δυο στην σχάρα, θα το έκαναν.
Μ’ αύτα και μ’ εκείνα , στριμώχτηκα σαν καλό κορίτσι, πλήρωσα τα έξι ευρώ μου για πέντε λεπτά διαδρομή , πήρα αγκαλιά τη βαλίτσα μου και κατέληξα..
Συμπέρασμα τρίτο και τελευταίο : Τζάμπα ταλαιπωρία. Θα μένω μόνιμα Θεσσαλονικη.